3.3.14

Βραδινή έξοδος.

Στα αποψινά του γενέθλια είχε αποφασίσει να κεράσει τον εαυτό του ένα πιάτο φαί της προκοπής. Πριν λίγο είδε τον επώνυμο να περνάει δίπλα του, συνοδευόμενο από την απαστράπτουσα και να μπαίνουν στο κοσμικό εστιατόριο. Τους λυπήθηκε γιατί από κοντά φαίνονταν πολύ γεροντώτεροι, η δε απαστράπτουσα με το ζόρι ισορροπούσε προσπαθώντας να μην σωριαστεί στο γλιστερό πεζοδρόμιο. Άκουσε πιό μετά και ένα πρόστυχο σχόλιο για αυτήν από τον τύπο που παρκάριζε το αυτοκίνητο τους, πράγμα που τον στεναχώρησε περισσότερο. Είχε και μιά ρομαντική βροχή, ό,τι πρέπει γιά βραδινή έξοδο. Γιά λίγο ήρθε στη θέση τους. Πόσα κομπλιμέντα είχαν ακούσει, πόσα είχαν ζήσει, πόση ιδιωτικότητα τους έλειπε; Ε, δεν είναι ζωή αυτή σκέφτηκε. Φυλακισμένοι στη φήμη και στα λεφτά. Δεν θα ήθελε να είναι και έτσι σκέφτηκε και περπάτησε βυθισμένος στις σκέψεις του. Στο πίσω μέρος του εστιατορίου ήταν ο κάδος που άδειαζαν κάθε βράδυ τα απορρίμματα. Έσκυψε μήπως μπορέσει και συναρμολογήσει καμμιά μερίδα της προκοπής. Αυτά που άφηναν οι επώνυμοι στο πιάτο είχαν άλλη γεύση, δεν τα έβρισκε στις ταβέρνες. Ό,τι έπρεπε γιά απόψε.