15.8.13

Τέσσερα πράγματα.

...είχε τελειώσει την ενασχόλησή της με εκείνο το βιβλίο που από το πρωί απλά ξεφύλλιζε χωρίς να διαβάζει και με μιά νωχελική κίνηση άφησε και σήμερα την παραλία. Και ο ήλιος λες και την περίμενε, χανόταν και αυτός στον ορίζοντα. Σε λίγη ώρα, με ένα λευκό φόρεμα βρέθηκε στο ερημικό παγκάκι που στεκόταν στην άκρη του τελευταίου βράχου και έβλεπες όλο το νησί και το πέλαγος από εκεί. Άναψε τσιγάρο και άρχισε να σκέφτεται τον λόγο που ήλθε και εφέτος μόνη στο νησί. Δεν θυμόταν πόσα χρόνια πήγαιναν μαζί διακοπές, αλλά της φάνηκε σα μιά ζωή. Τα φώτα από κάποιο μπαράκι απέναντι της θόλωσαν τα μάτια και το νού γιά λίγο, σα να τη ζάλισαν, αλλά όταν επανήλθε, σκέφτηκε πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορούσε να τον βλέπει κάθε βράδυ στο όνειρό της χωρίς αυτός να είναι δίπλα, δεν μπορούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του και αυτός να έχει φύγει. Δεν μπορούσε να το χειριστεί ούτε καμμιά της φίλη την βοηθούσε, πόσο μάλλον οι δικοί της που λες και κάθε τους σκέψη ήταν στο πώς θα κερδίσουν περισσότερα λεφτά. Γενιά στερημένη και απάνθρωπη. Αν έμενε στην Αθήνα θα άρχιζε πάλι να πίνει, θα γύριζε σε εκείνη την ανυπόφορη κατάντια. Τόση προσπάθεια έκανε να ξεφύγει από εκείνο το διάβολο και είχε ήδη επιλέξει έναν άλλο διαφορετικό δρόμο προς την καταστροφή της. Αργή αλλά βέβαια. Την κατέτρωγε από μέσα της τούτη τη φορά. Ανασκάλευε κάθε τόσο πράγματα και γεγονότα από τα παλιά. Και αυτό ήταν χειρότερο. Έμενε προσκολλημένη στο παρελθόν της, που ενώ γιά όλους τους άλλους ήταν γκρίζο πιά, ξεχασμένο και χωρίς σημασία, γι΄ αυτήν ήταν ζωηρό και ζωντανό λες και το ζούσε κάθε ημέρα, λες και έπαιρνε οξυγόνο από αυτό. Από αυτόν. Έκανε το λάθος να πατάει πάνω σε αυτό το θολό παρελθόν, πάνω στις προηγούμενες δεκαετίες της ζωής, να νομίζει ότι είναι ακόμα είκοσι, τριάντα, τριανταπέντε και να μη βλέπει την κάθε ημέρα που ζούσε στην πραγματικότητα. Κάθε ώρα και κάθε ημέρα έφευγαν χωρίς αιτία και εκείνη είχε το χαμόγελο  που της πρωτοσχηματίστηκε στα είκοσι, όταν τον πρωτογνώρισε. Περίμενε πάντα να της ξαναχτυπήσει την πόρτα ή με κάποιον μαγικό τρόπο να βρεθεί μπροστά της και να ξαναζήσει ίσως μιά στιγμή. Και αυτή τώρα πιά δεν ήταν σίγουρη, αν τη ρώταγες, τι ήθελε. Πώς θα μπορούσε να ζήσει μαζί του άλλωστε; Δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Δεν ήθελε αυτό, είχε συνηθίσει τόσα χρόνια μόνη της. Δεν φανταζόταν τον εαυτό της μαζί του. Είχε μεγαλώσει πιά. Απλά ήθελε να ξαναζήσει εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που του κράτησε το χέρι, που την κοίταξε, που της έδειξε εμπιστοσύνη και είπε το όνομά της. Πόσο λίγα πράγματα ήθελε. Τέσσερα. Τα σκεφτόταν με αυτή τη σειρά πάντα.
Είχε νυχτώσει πιά, με λιγοστό φεγγάρι να δείχνει το μονοπάτι. Έκανε να φύγει μα παραπάτησε...

No comments: