22.9.13

Φαντάσματα.

Την είχε γνωρίσει στο internet πριν πολλά χρόνια σε ένα chat room. Κάθε βράδυ μετά την διασκέδαση ή το διάβασμα κλεινόταν στο δωμάτιο μέχρι το πρωί και τέλειωνε ή άρχιζε τις ημέρες του μπροστά στον υπολογιστή. Γιά είκοσι σχεδόν χρόνια "μίλαγαν" χωρίς ο ένας να έχει δεί τον άλλο, έτσι γιά να κρατήσουν και οι δύο ένα μυστήριο σε αυτή τη γνωριμία. Κάτι σαν ασπρόμαυρο σινεμά, σαν πολυκαιρισμένα βιβλία λογοτεχνίας, ένας τρόπος επικοινωνίας από άλλες δεκαετίες. Και αυτό ήταν ελκυστικό και τους άρεσε. Και βάσταγε χρόνια. Μέχρι τις ημέρες μας που δούλευε στην εταιρία και φορούσε αναγκαστικά γραβάτα και έφευγε σπίτι νύχτα γιά να γυρίσει πάλι νύχτα. Μιά ημέρα την ώρα που ήταν καθορισμένη να "μιλήσουν", έψαξε μάταια, αλλά πουθενά το γνώριμο nickname. Έκανε με αγωνία μιά γύρα σε διπλανά chat rooms, αλλά πού να τη βρεί μέσα σε χιλιάδες επισκέπτες που σκότωναν τη μοναξιά τους πατώντας πλήκτρα. Την άλλη ημέρα και την άλλη το ίδιο. Άρχισε πιά να ανησυχεί. Όταν μετά καιρό και παρά τις εναγώνιες έρευνές του σε όλα τα site του είδους είχε χαθεί γιά πάντα η επικοινωνία, τα πρώτα πράγματα που σκέφτηκε ήταν πως επρόκειτο γιά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας του, ένα παιχνίδι, ένα πλάσμα που δεν υπήρξε ποτέ. Άλλωστε δεν την είχε δεί ποτέ. Την είχε φανταστεί μόνο αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν ήταν έτσι. Την είχε φανταστεί και μελαχροινή. Έντρομος αναρωτήθηκε αν είχε χάσει είκοσι χρόνια. Του έπαιζε η φαντασία του άραγε τόσο καιρό νοσηρά παιχνίδια, κάνοντάς τον να ερωτευτεί κάτι που δεν είχε υπάρξει ποτέ, αλλά κάτι που ο ίδιος κατασκεύασε γιά τον εαυτό του, όπως θα ήθελε να είναι; Είκοσι χρόνια μέσα στο δωμάτιο, με ένα φώς, την ίδια πάντα ώρα, με κλειστά παράθυρα, περίμενε να εμφανιστεί στην οθόνη το ψευδώνυμο που υποδήλωνε μιά επιθυμία, γέμιζε την μοναξιά του και ικανοποιούσε την ανάγκη του γιά επικοινωνία. Κατέληξε κατάκοπος μετά από τέσσερις πέντε ώρες και τον πήρε ο ύπνος επάνω στο τραπέζι. Σαν σε όνειρο τα σκέφτηκε όλα αυτά, λες και καθάρισε γιά μιά φορά το μυαλό του μετά είκοσι χρόνια. Έφτασε σπίτι αργά και πάλι, έκατσε μπροστά στον υπολογιστή, διάβασε τα οικονομικά και συνδέθηκε με το chatroom από περιέργεια αλλά και κρυφή ελπίδα ότι τόσα χρόνια δεν κυνηγούσε ένα φάντασμα. Σα να τεστάριζε τον εαυτό του. Διάβαζε τις ακαταλαβίστικες παιδιάστικες ανοησίες που ανέβαιναν με ρυθμό γρήγορο, ώσπου είδε το nickname της με κόκκινα γράμματα και ένα "kalispera!" να σχηματίζεται και να ανεβαίνει προς τα επάνω στην οθόνη. Του κόπηκε η αναπνοή, του φάνηκε πως δεν είδε καλά και περίμενε. Δεν πίστευε και δεν απάντησε αμέσως. Μετά λίγο ένα "esy edo?" τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως ήταν αυτή. Σκέφτηκε πως τώρα πιά δεν αισθανόταν μοναξιά. Είχε δουλειά. Δεν ήταν μικρός να "παίζει" σε chat rooms ήταν σαράντα χρονών, ήταν σύμβουλος πωλήσεων, πώς θα έγραφε σε ένα παλιό υπαρκτό, φανταστικό, πλασματικό δημιούργημά του; Θα μετείχε και ο ίδιος σε ένα όνειρο που είχε πριν πάρα πολλά χρόνια χτίσει; Η λογική τον απέτρεπε από το να γράψει μιά απάντηση. Δεν εμπιστευόταν άλλωστε τον εαυτό του να πρωταγωνιστήσει σε ένα όνειρο. Φοβόταν τον έρωτα που αισθάνθηκε κάποτε. Τη γυναίκα του δεν την αγαπούσε, ούτε την είχε ποτέ ερωτευτεί, απλά την παντρεύτηκε, όπως απλά έπιασε δουλειά. Μα εκείνη, πριν τόσα χρόνια την είχε ερωτευτεί. "den tha mou peis kati" ανέβηκε απειλητικά στην οθόνη. Μέχρι να εξαφανιστεί από τα επόμενα μηνύματα, το ακολουθούσε λες και έπρεπε να πάρει την απόφαση της ζωής του. Κοίταξε πίσω του, φοβήθηκε τα παιχνίδια που παίζει καμμιά φορά ο νούς και ξαναγυρνώντας μπροστά έκλεισε τον υπολογιστή ήρεμα και άνοιξε το παράθυρο να μπεί πρωινός αέρας. Ξημέρωνε πιά, η κίνηση και η φασαρία της πόλης άρχιζαν σιγά σιγά. Σε λίγο θα έφευγε γιά το γραφείο. Κρατώντας με προσοχή τον υπολογιστή του σαν κάτι πολύτιμο τον άφησε έξω από το παράθυρο να πέσει από ψηλά. Κοίταζε όσο έπεφτε, του φάνηκε ο χρόνος να επιβραδύνεται σαν σε slow motion, μέχρι που έσπασε στον δρόμο σε πολλά άχρηστα κομμάτια, με ένα φορτηγό να τον πατάει και να τον αποτελειώνει. Κινηματογραφικά σκηνοθετημένο τέλος σκέφτηκε. Τα κομμάτια που άλλοτε τον συνέδεαν με το παρελθόν, οι αναμνήσεις, οι αγκυλώσεις, οι ενοχές, οι επιθυμίες, κάθε ερωτική στιγμή από τα είκοσι αυτά χρόνια είχαν θρυμματιστεί, σκουπίδια άχρηστα κείτονταν διάσπαρτα στην άσφαλτο. Είχε δίπλα του τη γυναίκα του που δεν αγαπούσε, αρκετή γιά την υπόλοιπη ζωή του. Δεν χρειαζόταν πιά καμμιά αναδρομή στο παρελθόν του, μιά και στόχος του ήταν να κερδίσει χρήματα, να αλλάξει και γειτονιά.
Άλλωστε τον ενοχλούσε η φασαρία του δρόμου κάτω από το παράθυρο, το πρωί που ξεκινούσε η κίνηση...

3 comments:

Unknown said...

Tι περίεργη άποψη!
Μα και τα παιδιά δεν σπάνε τα παιχνίδια τους σαν τα βαρεθούν;

Καλημέρα
καλό μήνα !

ατάσθαλος said...

Γειά σου Sofie,
μπορεί να είναι περίεργη άποψη. Ξεδιαλύνουν τα πράγματα βάζοντας ως τίτλο τη λέξη "φόβος".
Καλό φθινόπωρο :)

Κατερίνα Κασκαντίρη said...

Γαμιέμαι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, με γνωστούς κι αγνώστους. Κατερίνα Κασκαντίρη. Να θυμάστε τ'όνομά μου επειδή δεν θα θυμάστε τις ξεχειλωμένες από πέη τρύπες μου.